Ατελιέ

ατελιέ το (ουσιαστικό άκλιτο) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹γαλλ. atelier] το εργαστήρι του καλλιτέχνη:
 "ο ζωγράφος δουλεύει στο ατελιέ του".